γαληναίης

γαληναίης
γαληναίη
fem gen sg (epic ionic)
γαληναί̱ης , γαληναῖος
fem gen sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δοκεύω — (Α) 1. παρατηρώ, παραφυλάω 2. κοιτάζω, βλέπω 3. αναμένω, περιμένω («ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύω», Άρατος) 4. επιζητώ, επιδιώκω 5. σκέπτομαι 6. νομίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δοκεύω, όπως και τα δοκάω, δοκάζω, δοκώ, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”